αποξυλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααποξυλώνω (παθητική φωνή: αποξυλώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- αποξυλωμένος
- αποξύλωση
- → δείτε τις λέξεις ξυλώνω και ξύλο
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποξυλώνω | αποξύλωνα | θα αποξυλώνω | να αποξυλώνω | αποξυλώνοντας | |
β' ενικ. | αποξυλώνεις | αποξύλωνες | θα αποξυλώνεις | να αποξυλώνεις | αποξύλωνε | |
γ' ενικ. | αποξυλώνει | αποξύλωνε | θα αποξυλώνει | να αποξυλώνει | ||
α' πληθ. | αποξυλώνουμε | αποξυλώναμε | θα αποξυλώνουμε | να αποξυλώνουμε | ||
β' πληθ. | αποξυλώνετε | αποξυλώνατε | θα αποξυλώνετε | να αποξυλώνετε | αποξυλώνετε | |
γ' πληθ. | αποξυλώνουν(ε) | αποξύλωναν αποξυλώναν(ε) |
θα αποξυλώνουν(ε) | να αποξυλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποξύλωσα | θα αποξυλώσω | να αποξυλώσω | αποξυλώσει | ||
β' ενικ. | αποξύλωσες | θα αποξυλώσεις | να αποξυλώσεις | αποξύλωσε | ||
γ' ενικ. | αποξύλωσε | θα αποξυλώσει | να αποξυλώσει | |||
α' πληθ. | αποξυλώσαμε | θα αποξυλώσουμε | να αποξυλώσουμε | |||
β' πληθ. | αποξυλώσατε | θα αποξυλώσετε | να αποξυλώσετε | αποξυλώστε | ||
γ' πληθ. | αποξύλωσαν αποξυλώσαν(ε) |
θα αποξυλώσουν(ε) | να αποξυλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποξυλώσει | είχα αποξυλώσει | θα έχω αποξυλώσει | να έχω αποξυλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποξυλώσει | είχες αποξυλώσει | θα έχεις αποξυλώσει | να έχεις αποξυλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποξυλώσει | είχε αποξυλώσει | θα έχει αποξυλώσει | να έχει αποξυλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποξυλώσει | είχαμε αποξυλώσει | θα έχουμε αποξυλώσει | να έχουμε αποξυλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποξυλώσει | είχατε αποξυλώσει | θα έχετε αποξυλώσει | να έχετε αποξυλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποξυλώσει | είχαν αποξυλώσει | θα έχουν αποξυλώσει | να έχουν αποξυλώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποξυλώνω
|