Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
απλήγωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
απλήγωτ
ος
η
απλήγωτ
η
το
απλήγωτ
ο
γενική
του
απλήγωτ
ου
της
απλήγωτ
ης
του
απλήγωτ
ου
αιτιατική
τον
απλήγωτ
ο
την
απλήγωτ
η
το
απλήγωτ
ο
κλητική
απλήγωτ
ε
απλήγωτ
η
απλήγωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
απλήγωτ
οι
οι
απλήγωτ
ες
τα
απλήγωτ
α
γενική
των
απλήγωτ
ων
των
απλήγωτ
ων
των
απλήγωτ
ων
αιτιατική
τους
απλήγωτ
ους
τις
απλήγωτ
ες
τα
απλήγωτ
α
κλητική
απλήγωτ
οι
απλήγωτ
ες
απλήγωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
απλήγωτος
<
μεσαιωνική ελληνική
απλήγωτος
<
α-
+
πληγώνω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
απλήγωτος, -η, -ο
που δεν
πληγώθηκε
ή δεν μπορεί να
πληγωθεί
Συνώνυμα
επεξεργασία
αλάβωτος
ατραυμάτιστος
Αντώνυμα
επεξεργασία
λαβωμένος
πληγωμένος
τραυματισμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απλήγωτος
αγγλικά
:
unhurt
(en)
,
unwounded
(en)