Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ατραυμάτιστος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἀτραυμάτιστος
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ατραυμάτιστ
ος
η
ατραυμάτιστ
η
το
ατραυμάτιστ
ο
γενική
του
ατραυμάτιστ
ου
της
ατραυμάτιστ
ης
του
ατραυμάτιστ
ου
αιτιατική
τον
ατραυμάτιστ
ο
την
ατραυμάτιστ
η
το
ατραυμάτιστ
ο
κλητική
ατραυμάτιστ
ε
ατραυμάτιστ
η
ατραυμάτιστ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ατραυμάτιστ
οι
οι
ατραυμάτιστ
ες
τα
ατραυμάτιστ
α
γενική
των
ατραυμάτιστ
ων
των
ατραυμάτιστ
ων
των
ατραυμάτιστ
ων
αιτιατική
τους
ατραυμάτιστ
ους
τις
ατραυμάτιστ
ες
τα
ατραυμάτιστ
α
κλητική
ατραυμάτιστ
οι
ατραυμάτιστ
ες
ατραυμάτιστ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ατραυμάτιστος
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἀτραυμάτιστος
Επίθετο
επεξεργασία
ατραυμάτιστος, -η, -ο
που δεν έχει
τραυματιστεί
Συνώνυμα
επεξεργασία
αλάβωτος
απλήγωτος
Αντώνυμα
επεξεργασία
τραυματισμένος
λαβωμένος
πληγωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ατραυμάτιστος
αγγλικά
:
unwounded
(en)