απενημέρωση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απενημέρωση | οι | απενημερώσεις |
γενική | της | απενημέρωσης* | των | απενημερώσεων |
αιτιατική | την | απενημέρωση | τις | απενημερώσεις |
κλητική | απενημέρωση | απενημερώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απενημερώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el
επεξεργασία- απενημέρωση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική debriefing • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααπενημέρωση θηλυκό
- (γενικότερα) ενημέρωση για σχέδιο, πλάνο, ενέργεια κ.λπ. μέσω οργανωμένης συζήτησης, αποτίμηση, αναφορά για αποστολή
- (ειδικότερα, ψυχολογία) ημι-δομημένη συνομιλία που διενεργείται από επιστήμονα της ψυχικής υγείας άπαξ με άτομο που μόλις βίωσε ένα αγχωτικό γεγονός ή τραυματικό επεισόδιο
Μεταφράσεις
επεξεργασία απενημέρωση