↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απενημέρωση οι απενημερώσεις
      γενική της απενημέρωσης* των απενημερώσεων
    αιτιατική την απενημέρωση τις απενημερώσεις
     κλητική απενημέρωση απενημερώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απενημερώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία el

επεξεργασία
απενημέρωση < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική debriefing • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απενημέρωση θηλυκό

  1. (γενικότερα) ενημέρωση για σχέδιο, πλάνο, ενέργεια κ.λπ. μέσω οργανωμένης συζήτησης, αποτίμηση, αναφορά για αποστολή
  2. (ειδικότερα, ψυχολογία) ημι-δομημένη συνομιλία που διενεργείται από επιστήμονα της ψυχικής υγείας άπαξ με άτομο που μόλις βίωσε ένα αγχωτικό γεγονός ή τραυματικό επεισόδιο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία