débriefing
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
débriefing | débriefings |
Ουσιαστικό επεξεργασία
débriefing (fr) αρσενικό
- γρήγορος απολογισμός
- σύσκεψη για να γίνει απολογισμός
ενικός | πληθυντικός |
débriefing | débriefings |
débriefing (fr) αρσενικό