απειλούμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- απειλούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα απειλούμαι
Μετοχή
επεξεργασία
απειλούμενος, -η, -ο
- αυτός που απειλείται
- Τα υπο εξαφάνιση και απειλούμενα είδη
- εκείνος που απειλεί (για αφηρημένες έννοιες), που κραδαίνεται ως απειλή
- Η απειλούμενη ύφεση / ο απειλούμενος πόλεμος / οι απειλούμενες κλιματικές αλλαγές
Συνώνυμα
επεξεργασία- επαπειλούμενος (όταν ο κίνδυνος/απειλή είναι άμεσος)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
είδη υπό εξαφάνιση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
απειλητικός