↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απειλούμενος η απειλούμενη το απειλούμενο
      γενική του απειλούμενου της απειλούμενης του απειλούμενου
    αιτιατική τον απειλούμενο την απειλούμενη το απειλούμενο
     κλητική απειλούμενε απειλούμενη απειλούμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απειλούμενοι οι απειλούμενες τα απειλούμενα
      γενική των απειλούμενων των απειλούμενων των απειλούμενων
    αιτιατική τους απειλούμενους τις απειλούμενες τα απειλούμενα
     κλητική απειλούμενοι απειλούμενες απειλούμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απειλούμενος < μετοχή παθητικού ενεστώτα απειλούμαι

απειλούμενος, -η, -ο

  1. αυτός που απειλείται
    Τα υπο εξαφάνιση και απειλούμενα είδη
  2. εκείνος που απειλεί (για αφηρημένες έννοιες), που κραδαίνεται ως απειλή
    Η απειλούμενη ύφεση / ο απειλούμενος πόλεμος / οι απειλούμενες κλιματικές αλλαγές

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία