endangered
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | endangered |
συγκριτικός | more endangered |
υπερθετικός | most endangered |
endangered (en)
- ο απειλούμενος, που βρίσκεται σε κίνδυνο
- ⮡ rare and endangered plants of Greece - σπάνια και απειλούμενα φυτά της Έλλαδας
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαendangered (en)