απαυδισμένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απαυδισμένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου απαυδώ / απαυδίζω
Μετοχή επεξεργασία
απαυδισμένος, -η, -ο
- που έχει απαυδήσει, δεν αντέχει άλλο, έχει αγανακτήσει, δεν έχει πια άλλη υπομονή
- Τα παράτησε όλα σύξυλα απαυδισμένος με/από την τακτική τους
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- απαυδισμένα / απαυδημένα
- → δείτε τη λέξη απαυδώ