Ετυμολογία

επεξεργασία
απαυδώ < αρχαία ελληνική ἀπαυδάω / ἀπαυδῶ < ἀπό + αὐδή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂weyd-

απαυδώ

  1. (κυριολεκτικά) (λόγιο) αδυνατώ να μιλήσω πλέον
  2. (μεταφορικά) (λόγιο) χάνω την υπομονή και τις αντοχές μου
    Όσοι, πάλι, συναλλάσσονται έχουν απαυδήσει από το φόρτο και από τη αδικία με την άνιση κατανομή του προσωπικού ώστε μιλούν βιαστικά, δεν περιμένουν, γίνονται αγενείς! (*)
     συνώνυμα: α. αποκάνω, βαριέμαι, εξαντλούμαι, κουράζομαι, β. (δευτερευόντως όμως συχνό) τσαντίζομαι
  3. (μεταφορικά) (λόγιο) απελπίζομαι

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία