Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαγκιστρωμένος η απαγκιστρωμένη το απαγκιστρωμένο
      γενική του απαγκιστρωμένου της απαγκιστρωμένης του απαγκιστρωμένου
    αιτιατική τον απαγκιστρωμένο την απαγκιστρωμένη το απαγκιστρωμένο
     κλητική απαγκιστρωμένε απαγκιστρωμένη απαγκιστρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαγκιστρωμένοι οι απαγκιστρωμένες τα απαγκιστρωμένα
      γενική των απαγκιστρωμένων των απαγκιστρωμένων των απαγκιστρωμένων
    αιτιατική τους απαγκιστρωμένους τις απαγκιστρωμένες τα απαγκιστρωμένα
     κλητική απαγκιστρωμένοι απαγκιστρωμένες απαγκιστρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαγκιστρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου απαγκιστρώνομαι

  Μετοχή επεξεργασία

απαγκιστρωμένος, -η, -ο

  1. που έχει απαγκιστρωθεί, που έχει ελευθερωθεί από ένα αγκίστρι
  2. (μεταφορικά) που έχει ξεφύγει από κάποια εξάρτηση, από μια δυσμενή κατάσταση

  Μεταφράσεις επεξεργασία