↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιοκρατικός η αξιοκρατική το αξιοκρατικό
      γενική του αξιοκρατικού της αξιοκρατικής του αξιοκρατικού
    αιτιατική τον αξιοκρατικό την αξιοκρατική το αξιοκρατικό
     κλητική αξιοκρατικέ αξιοκρατική αξιοκρατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιοκρατικοί οι αξιοκρατικές τα αξιοκρατικά
      γενική των αξιοκρατικών των αξιοκρατικών των αξιοκρατικών
    αιτιατική τους αξιοκρατικούς τις αξιοκρατικές τα αξιοκρατικά
     κλητική αξιοκρατικοί αξιοκρατικές αξιοκρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αξιοκρατικός < αξιοκρατία + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αξιοκρατικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία