αξιοκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αξιοκρατικός < αξιοκρατία + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίααξιοκρατικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την αξιοκρατία ή αναφέρεται σ’ αυτήν
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αξιοκρατία, άξιος και κράτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αξιοκρατικός