αξιοκρατικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αξιοκρατικά < αξιοκρατικός
Επίρρημα
επεξεργασίααξιοκρατικά
- με βάση την πραγματική αξία κάποιου
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αξιοκρατικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίααξιοκρατικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αξιοκρατικό