Ετυμολογία

επεξεργασία
αξιοκρατικά < αξιοκρατικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

αξιοκρατικά

  • με βάση την πραγματική αξία κάποιου

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αξιοκρατικά