Ετυμολογία

επεξεργασία

αναξιοκρατικά < αναξιοκρατικός

  Επίρρημα

επεξεργασία

αναξιοκρατικά

  • με αναξιοκρατικό τρόπο, με τρόπο που δεν δειχνει να επικράτησαν αξιοκρατικά κριτήρια
Εγιναν ελάχιστες προσλήψεις, κι αυτές ακόμα αναξιοκρατικά

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

αναξιοκρατικά