αναξιοκρατικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
αναξιοκρατικά < αναξιοκρατικός
Επίρρημα επεξεργασία
αναξιοκρατικά
- με αναξιοκρατικό τρόπο, με τρόπο που δεν δειχνει να επικράτησαν αξιοκρατικά κριτήρια
- Εγιναν ελάχιστες προσλήψεις, κι αυτές ακόμα αναξιοκρατικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναξιοκρατικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αναξιοκρατικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του αναξιοκρατικό