πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανυψωνόμενος η ανυψωνόμενη το ανυψωνόμενο
      γενική του ανυψωνόμενου της ανυψωνόμενης του ανυψωνόμενου
    αιτιατική τον ανυψωνόμενο την ανυψωνόμενη το ανυψωνόμενο
     κλητική ανυψωνόμενε ανυψωνόμενη ανυψωνόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανυψωνόμενοι οι ανυψωνόμενες τα ανυψωνόμενα
      γενική των ανυψωνόμενων των ανυψωνόμενων των ανυψωνόμενων
    αιτιατική τους ανυψωνόμενους τις ανυψωνόμενες τα ανυψωνόμενα
     κλητική ανυψωνόμενοι ανυψωνόμενες ανυψωνόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
ΔΦΑ : /a.ni.psoˈno.me.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανυψωνόμενος

ανυψωνόμενος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία