Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανυψωνόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Προφορά
1.2
Μετοχή
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανυψωνόμεν
ος
η
ανυψωνόμεν
η
το
ανυψωνόμεν
ο
γενική
του
ανυψωνόμεν
ου
της
ανυψωνόμεν
ης
του
ανυψωνόμεν
ου
αιτιατική
τον
ανυψωνόμεν
ο
την
ανυψωνόμεν
η
το
ανυψωνόμεν
ο
κλητική
ανυψωνόμεν
ε
ανυψωνόμεν
η
ανυψωνόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανυψωνόμεν
οι
οι
ανυψωνόμεν
ες
τα
ανυψωνόμεν
α
γενική
των
ανυψωνόμεν
ων
των
ανυψωνόμεν
ων
των
ανυψωνόμεν
ων
αιτιατική
τους
ανυψωνόμεν
ους
τις
ανυψωνόμεν
ες
τα
ανυψωνόμεν
α
κλητική
ανυψωνόμεν
οι
ανυψωνόμεν
ες
ανυψωνόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
a.ni.psoˈno.me.nos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
α‐νυ‐ψω‐νό‐με‐νος
Μετοχή
επεξεργασία
ανυψωνόμενος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
ανυψώνω
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ανυψούμενος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανυψωνόμενος
αγγλικά
:
rising
(en)