↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντρούλης οι αντρούληδες
      γενική του αντρούλη των αντρούληδων
    αιτιατική τον αντρούλη τους αντρούληδες
     κλητική αντρούλη αντρούληδες
Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντρούλης < άντρ(ας) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντρούλης αρσενικό (θηλυκό γυναικούλα)

  1. (χαϊδευτικό) για τον σύζυγο ή σύντροφο
    ⮡  ο αντρούλης μου κάνει ένα σωρό δουλειές μέσα στο σπίτι
  2. (ειρωνικό) για τον σύζυγο άλλης γυναίκας
    ⮡  Τον έχει μη στάξει και μη βρέξει τον αντρούλη της, έναν χαραμοφάη, γυναικά, χαρτόμουτρο, ό,τι κουσούρι και να πεις, μέσα θα πέσεις για δαύτον

  Μεταφράσεις

επεξεργασία