αντρούλης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντρούλης < άντρ(ας) + υποκοριστικό επίθημα -ούλης
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντρούλης αρσενικό (θηλυκό γυναικούλα)
- (χαϊδευτικό) για τον σύζυγο ή σύντροφο
- ⮡ ο αντρούλης μου κάνει ένα σωρό δουλειές μέσα στο σπίτι
- (ειρωνικό) για τον σύζυγο άλλης γυναίκας
- ⮡ Τον έχει μη στάξει και μη βρέξει τον αντρούλη της, έναν χαραμοφάη, γυναικά, χαρτόμουτρο, ό,τι κουσούρι και να πεις, μέσα θα πέσεις για δαύτον
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντρούλης
|