αντλησιοταμίευση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντλησιοταμίευση | οι | αντλησιοταμιεύσεις |
γενική | της | αντλησιοταμίευσης* | των | αντλησιοταμιεύσεων |
αιτιατική | την | αντλησιοταμίευση | τις | αντλησιοταμιεύσεις |
κλητική | αντλησιοταμίευση | αντλησιοταμιεύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντλησιοταμιεύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντλησιοταμίευση < άντληση (ἄντλησι(ς)) + -ο- + ταμίευση (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pumped storage hydropower)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντλησιοταμίευση θηλυκό
- (τεχνολογία, νεολογισμός) τεχνολογία αποθήκευσης ενέργειας που χρησιμοποιείται κυρίως σε υδροηλεκτρικούς σταθμούς και λειτουργεί με άντληση νερού από έναν χαμηλότερο ταμιευτήρα σε έναν υψηλότερο ταμιευτήρα κατά τις ώρες χαμηλής ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας και επαναφορά του νερού μέσω τουρμπινών στον χαμηλότερο ταμιευτήρα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας κατά τις ώρες υψηλής ζήτησης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντλησιοταμίευση
|