αντλησιοταμιευτήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντλησιοταμιευτήρας < άντληση + -ο- + ταμιευτήρας
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντλησιοταμιευτήρας αρσενικό
- (τεχνολογία, νεολογισμός) σύστημα ή ειδική κατασκευή όπου εφαρμόζεται η αντλησιοταμίευση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αντλησιοταμίευση
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντλησιοταμιευτήρας
|