αντλησιοταμιευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντλησιοταμιευτικός < αντλησιοταμίευση + -τικός
Επίθετο επεξεργασία
αντλησιοταμιευτικός
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με την αντλησιοταμίευση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντλησιοταμιευτικός
|