Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντλησιοταμιευτικός η αντλησιοταμιευτική το αντλησιοταμιευτικό
      γενική του αντλησιοταμιευτικού της αντλησιοταμιευτικής του αντλησιοταμιευτικού
    αιτιατική τον αντλησιοταμιευτικό την αντλησιοταμιευτική το αντλησιοταμιευτικό
     κλητική αντλησιοταμιευτικέ αντλησιοταμιευτική αντλησιοταμιευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντλησιοταμιευτικοί οι αντλησιοταμιευτικές τα αντλησιοταμιευτικά
      γενική των αντλησιοταμιευτικών των αντλησιοταμιευτικών των αντλησιοταμιευτικών
    αιτιατική τους αντλησιοταμιευτικούς τις αντλησιοταμιευτικές τα αντλησιοταμιευτικά
     κλητική αντλησιοταμιευτικοί αντλησιοταμιευτικές αντλησιοταμιευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντλησιοταμιευτικός < αντλησιοταμίευση + -τικός

  Επίθετο επεξεργασία

αντλησιοταμιευτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία