αντιχολερικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιχολερικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική anticholérique[1] < ἀντι- + (ελληνιστική κοινή) χολερικός < χολέρα < αρχαία ελληνική χολή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰelh₃- (ανθίζω, πράσινος)
Επίθετο
επεξεργασίααντιχολερικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που σχετίζεται με την καταπολέμηση ή την πρόληψη της χολέρας ή αποσκοπεί σ’ αυτό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χολέρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιχολερικός
- ↑ αντιχολερικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας