Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιχολερικός η αντιχολερική το αντιχολερικό
      γενική του αντιχολερικού της αντιχολερικής του αντιχολερικού
    αιτιατική τον αντιχολερικό την αντιχολερική το αντιχολερικό
     κλητική αντιχολερικέ αντιχολερική αντιχολερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιχολερικοί οι αντιχολερικές τα αντιχολερικά
      γενική των αντιχολερικών των αντιχολερικών των αντιχολερικών
    αιτιατική τους αντιχολερικούς τις αντιχολερικές τα αντιχολερικά
     κλητική αντιχολερικοί αντιχολερικές αντιχολερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιχολερικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) γαλλική anticholérique[1] < ἀντι- + (ελληνιστική κοινήχολερικός < χολέρα < αρχαία ελληνική χολή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰelh₃- (ανθίζω, πράσινος)

  Επίθετο επεξεργασία

αντιχολερικός, -ή, -ό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία