↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χολερικός η χολερική το χολερικό
      γενική του χολερικού της χολερικής του χολερικού
    αιτιατική τον χολερικό τη χολερική το χολερικό
     κλητική χολερικέ χολερική χολερικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χολερικοί οι χολερικές τα χολερικά
      γενική των χολερικών των χολερικών των χολερικών
    αιτιατική τους χολερικούς τις χολερικές τα χολερικά
     κλητική χολερικοί χολερικές χολερικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χολερικός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χολερικός[1]

  Επίθετο

επεξεργασία

χολερικός

  1. σχετικός με τη χολέρα
  2. κακεντρεχής
    χολερικά σχόλια
  3. (για ιδιοσυγκρασία) που χαρακτηρίζεται από ενεργητικότητα
     αντώνυμα: φλεγματικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία