αντιστρεπτός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιστρεπτός < αντιστρέφω + -τός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική réversible)
Επίθετο
επεξεργασίααντιστρεπτός, -ή, -ό
- που μπορεί να αντιστραφεί
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντιστρεπτός