↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιστρέψιμος η αντιστρέψιμη το αντιστρέψιμο
      γενική του αντιστρέψιμου της αντιστρέψιμης του αντιστρέψιμου
    αιτιατική τον αντιστρέψιμο την αντιστρέψιμη το αντιστρέψιμο
     κλητική αντιστρέψιμε αντιστρέψιμη αντιστρέψιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιστρέψιμοι οι αντιστρέψιμες τα αντιστρέψιμα
      γενική των αντιστρέψιμων των αντιστρέψιμων των αντιστρέψιμων
    αιτιατική τους αντιστρέψιμους τις αντιστρέψιμες τα αντιστρέψιμα
     κλητική αντιστρέψιμοι αντιστρέψιμες αντιστρέψιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιστρέψιμος < αντιστρέφω + -ιμος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reversible)

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιστρέψιμος, -η, -ο

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία