αντισπασμωδικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντισπασμωδικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antispasmodique < αρχαία ελληνική ἀντι- + σπασμώδης < σπασμός < σπάω
Επίθετο επεξεργασία
αντισπασμωδικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που συμβάλλει στην καταπολέμηση των σπασμών
- που δεν ενεργεί σπασμωδικά
Συγγενικά επεξεργασία
- αντισπασμωδικά
- αντισπασμωδικώς
- → δείτε τις λέξεις σπασμός και σπάω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντισπασμωδικός
|