↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπορνογραφικός η αντιπορνογραφική το αντιπορνογραφικό
      γενική του αντιπορνογραφικού της αντιπορνογραφικής του αντιπορνογραφικού
    αιτιατική τον αντιπορνογραφικό την αντιπορνογραφική το αντιπορνογραφικό
     κλητική αντιπορνογραφικέ αντιπορνογραφική αντιπορνογραφικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπορνογραφικοί οι αντιπορνογραφικές τα αντιπορνογραφικά
      γενική των αντιπορνογραφικών των αντιπορνογραφικών των αντιπορνογραφικών
    αιτιατική τους αντιπορνογραφικούς τις αντιπορνογραφικές τα αντιπορνογραφικά
     κλητική αντιπορνογραφικοί αντιπορνογραφικές αντιπορνογραφικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιπορνογραφικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική antipornographique < pornographique < pornographe < ελληνιστική κοινή πορνογράφος < αρχαία ελληνική πόρνη + γράφω

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιπορνογραφικός -ή -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αντιπορνογραφικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)