αντιποιητικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιποιητικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antipoétique < αντι- + αρχαία ελληνική ποιητικός
Επίθετο
επεξεργασίααντιποιητικός, -ή, -ό
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αντιποιητικός
|