Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιποιητικός η αντιποιητική το αντιποιητικό
      γενική του αντιποιητικού της αντιποιητικής του αντιποιητικού
    αιτιατική τον αντιποιητικό την αντιποιητική το αντιποιητικό
     κλητική αντιποιητικέ αντιποιητική αντιποιητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιποιητικοί οι αντιποιητικές τα αντιποιητικά
      γενική των αντιποιητικών των αντιποιητικών των αντιποιητικών
    αιτιατική τους αντιποιητικούς τις αντιποιητικές τα αντιποιητικά
     κλητική αντιποιητικοί αντιποιητικές αντιποιητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιποιητικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antipoétique < αντι- + αρχαία ελληνική ποιητικός

  Επίθετο επεξεργασία

αντιποιητικός, -ή, -ό

  1. που είναι αντίθετος με την ποίηση, που δεν είναι ποιητικός
  2. πεζός

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία