Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.ti.pɔ.e.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
antipoétique antipoétiques

antipoétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό