αντιπατριωτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντιπατριωτικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική antipatriotique[1] < anti- + patriotique < αρχαία ελληνική πατριωτικός (αντιδάνειο)
Επίθετο
επεξεργασίααντιπατριωτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον αντιπατριωτισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αντιπατριωτικά
- → δείτε τις λέξεις αντιπατριωτισμός, πατρίδα και πατέρας
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιπατριωτικός
- ↑ αντιπατριωτικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας