↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιπατριωτικός η αντιπατριωτική το αντιπατριωτικό
      γενική του αντιπατριωτικού της αντιπατριωτικής του αντιπατριωτικού
    αιτιατική τον αντιπατριωτικό την αντιπατριωτική το αντιπατριωτικό
     κλητική αντιπατριωτικέ αντιπατριωτική αντιπατριωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιπατριωτικοί οι αντιπατριωτικές τα αντιπατριωτικά
      γενική των αντιπατριωτικών των αντιπατριωτικών των αντιπατριωτικών
    αιτιατική τους αντιπατριωτικούς τις αντιπατριωτικές τα αντιπατριωτικά
     κλητική αντιπατριωτικοί αντιπατριωτικές αντιπατριωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιπατριωτικός < (λόγιο δάνειο) γαλλική antipatriotique[1] < anti- + patriotique < αρχαία ελληνική πατριωτικός (αντιδάνειο)

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιπατριωτικός, -ή, -ό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία