Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.ti.pa.tʁi.jɔ.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
antipatriotique antipatriotiques

antipatriotique (fr) αρσενικό ή θηλυκό