↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιοικονομικός η αντιοικονομική το αντιοικονομικό
      γενική του αντιοικονομικού της αντιοικονομικής του αντιοικονομικού
    αιτιατική τον αντιοικονομικό την αντιοικονομική το αντιοικονομικό
     κλητική αντιοικονομικέ αντιοικονομική αντιοικονομικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιοικονομικοί οι αντιοικονομικές τα αντιοικονομικά
      γενική των αντιοικονομικών των αντιοικονομικών των αντιοικονομικών
    αιτιατική τους αντιοικονομικούς τις αντιοικονομικές τα αντιοικονομικά
     κλητική αντιοικονομικοί αντιοικονομικές αντιοικονομικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιοικονομικός < αντι- + οικονομικός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική uneconomic)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /an.di.i.ko.no.miˈkos/

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιοικονομικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία