αντιλεκτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία el επεξεργασία
- αντιλεκτικός < αντι- + λόγος + -ικός
- αντιλεκτικός < αντι- + λεκτικός
Προφορά επεξεργασία
/?/
Επίθετο επεξεργασία
αντιλεκτικός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο
- διαφωνούντας, διαφωνών
- αντίθετος στην κοινή πεποίθηση
- χρηματιστής ή μέτοχος διαφωνών με την μέση στιγμιαία τάση
- κάτι που χρησιμοποιείται αντί λέξης