↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιλεκτικός η αντιλεκτική το αντιλεκτικό
      γενική του αντιλεκτικού της αντιλεκτικής του αντιλεκτικού
    αιτιατική τον αντιλεκτικό την αντιλεκτική το αντιλεκτικό
     κλητική αντιλεκτικέ αντιλεκτική αντιλεκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιλεκτικοί οι αντιλεκτικές τα αντιλεκτικά
      γενική των αντιλεκτικών των αντιλεκτικών των αντιλεκτικών
    αιτιατική τους αντιλεκτικούς τις αντιλεκτικές τα αντιλεκτικά
     κλητική αντιλεκτικοί αντιλεκτικές αντιλεκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία el

επεξεργασία
  1. αντιλεκτικός < αντι- + λόγος + -ικός
  2. αντιλεκτικός < αντι- + λεκτικός

  Προφορά

επεξεργασία

/?/

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιλεκτικός (el) αρσενικό, θηλυκό, ουδέτερο

  1. διαφωνούντας, διαφωνών
  2. αντίθετος στην κοινή πεποίθηση
    • χρηματιστής ή μέτοχος διαφωνών με την μέση στιγμιαία τάση
  3. κάτι που χρησιμοποιείται αντί λέξης

  Μεταφράσεις

επεξεργασία