αντηλάρισμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντηλάρισμα < αντηλαρίζω + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντηλάρισμα ουδέτερο
- (λογοτεχνικό) η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντηλαρίζω, η αντανάκλαση των ηλιακών ακτίνων
- Στον κάμπο του αποχωρισμού να ξανανθίζουν κρίνα / μέρες ν’ ανοίγουνται ώριμες, οι αγκάλες τ’ ουρανού, / να φέγγουν στο αντηλάρισμα τα μάτια μόνο εκείνα / αγνή η ψυχή να γράφεται σαν το τραγούδι αυλού… (Γιώργος Σεφέρης, Στροφή, Ερωτικός λόγος, Β’)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις αντηλαρίζω και ήλιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντηλάρισμα