αντηλιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντηλιά | οι | αντηλιές |
γενική | της | αντηλιάς | των | αντηλιών |
αιτιατική | την | αντηλιά | τις | αντηλιές |
κλητική | αντηλιά | αντηλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντηλιά < αρχαία ελληνική ἀντήλιος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααντηλιά θηλυκό
- το φως του ήλιου που έχει υποστεί ανάκλαση σε κάποια επιφάνεια
- ※ Σήκωσε το βλέμμα στην αντηλιά, φόρεσε τα σκούρα του γυαλιά και προχώρησε μέσα στο σπίτι. (Τάσος Αθανασιάδης (2004) Η αίθουσα του θρόνου [μυθιστόρημα])
- (κατ’ επέκταση) το μέρος, ο χώρος που έχει φως από αντανάκλαση