αντηλαρίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αντηλαρίζω < αντήλι
Ρήμα
επεξεργασίααντηλαρίζω
- (λογοτεχνικό) αντανακλώ τις ακτίνες του ήλιου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αντηλάρισμα
- → δείτε τη λέξη ήλιος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αντηλαρίζω | αντηλάριζα | θα αντηλαρίζω | να αντηλαρίζω | αντηλαρίζοντας | |
β' ενικ. | αντηλαρίζεις | αντηλάριζες | θα αντηλαρίζεις | να αντηλαρίζεις | αντηλάριζε | |
γ' ενικ. | αντηλαρίζει | αντηλάριζε | θα αντηλαρίζει | να αντηλαρίζει | ||
α' πληθ. | αντηλαρίζουμε | αντηλαρίζαμε | θα αντηλαρίζουμε | να αντηλαρίζουμε | ||
β' πληθ. | αντηλαρίζετε | αντηλαρίζατε | θα αντηλαρίζετε | να αντηλαρίζετε | αντηλαρίζετε | |
γ' πληθ. | αντηλαρίζουν(ε) | αντηλάριζαν αντηλαρίζαν(ε) |
θα αντηλαρίζουν(ε) | να αντηλαρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αντηλάρισα | θα αντηλαρίσω | να αντηλαρίσω | αντηλαρίσει | ||
β' ενικ. | αντηλάρισες | θα αντηλαρίσεις | να αντηλαρίσεις | αντηλάρισε | ||
γ' ενικ. | αντηλάρισε | θα αντηλαρίσει | να αντηλαρίσει | |||
α' πληθ. | αντηλαρίσαμε | θα αντηλαρίσουμε | να αντηλαρίσουμε | |||
β' πληθ. | αντηλαρίσατε | θα αντηλαρίσετε | να αντηλαρίσετε | αντηλαρίστε | ||
γ' πληθ. | αντηλάρισαν αντηλαρίσαν(ε) |
θα αντηλαρίσουν(ε) | να αντηλαρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αντηλαρίσει | είχα αντηλαρίσει | θα έχω αντηλαρίσει | να έχω αντηλαρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αντηλαρίσει | είχες αντηλαρίσει | θα έχεις αντηλαρίσει | να έχεις αντηλαρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αντηλαρίσει | είχε αντηλαρίσει | θα έχει αντηλαρίσει | να έχει αντηλαρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αντηλαρίσει | είχαμε αντηλαρίσει | θα έχουμε αντηλαρίσει | να έχουμε αντηλαρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αντηλαρίσει | είχατε αντηλαρίσει | θα έχετε αντηλαρίσει | να έχετε αντηλαρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αντηλαρίσει | είχαν αντηλαρίσει | θα έχουν αντηλαρίσει | να έχουν αντηλαρίσει |
|