ανταρτόπληκτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανταρτόπληκτος < αντάρτ(ης) + -ό- + -πληκτος (< πλήττω)[1]
Επίθετο
επεξεργασίαανταρτόπληκτος, -η, -ο
- που επλήγη, έπαθε καταστροφές από αντάρτες στη διάρκεια ανταρτοπόλεμου
- (ειδικότερα, νεοελληνική ιστορία) που επλήγη από «αντάρτες» (δηλαδή κομμουνιστές μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας) του Εμφυλίου Πολέμου του 1946-49. Η χρήστη της λέξης έχει αρνητικό χαρακτήρα και ιδεολογική φόρτιση
- ※ Ο όρος «ανταρτόπληκτοι» […] ή «συμμοριόπληκτοι», υιοθετήθηκε από την [ελληνική] κυβερνητική πλευρά και από τον Τύπο της εποχής [εκείνης] και είχε προπαγανδιστικό στόχο. Ορίζοντας ως «ανταρτόπληκτους» όσους «επλήγησαν» από τον ΔΣΕ, […], ενισχύθηκε περαιτέρω ο αντικομμουνιστικός λόγος, τονίζοντας έτσι την «αντεθνική» δράση της Αριστεράς
- .pdf Βέργου, Παρθενόπη (2020) «Ο πόλεμος εντός των τειχών»: Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Θεσσαλονίκη (1946-1949) Θεσσαλονίκη: Πανεπιστήμιο Μακεδονίας - Τμήμα Βαλκανικών, Σλαβικών & Ανατολικών Σπουδών, σ. 91· πρόσβαση:2020.05.22.
- ≈ συνώνυμα: συμμοριόπληκτος, συμμοριτόπληκτος
- ※ Ο όρος «ανταρτόπληκτοι» […] ή «συμμοριόπληκτοι», υιοθετήθηκε από την [ελληνική] κυβερνητική πλευρά και από τον Τύπο της εποχής [εκείνης] και είχε προπαγανδιστικό στόχο. Ορίζοντας ως «ανταρτόπληκτους» όσους «επλήγησαν» από τον ΔΣΕ, […], ενισχύθηκε περαιτέρω ο αντικομμουνιστικός λόγος, τονίζοντας έτσι την «αντεθνική» δράση της Αριστεράς
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ανταρτόπληκτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας