συμμοριόπληκτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμμοριόπληκτος < συμμορί(α) + -ό- + -πληκτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο επεξεργασία
συμμοριόπληκτος, -η, -ο
- που έχει πληγεί από συμμορίες ή (παρωχημένο) από τον συμμοριτοπόλεμο
- ≈ συνώνυμα: ανταρτόπληκτος
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμμοριόπληκτος
|