Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμμοριόπληκτος η συμμοριόπληκτη το συμμοριόπληκτο
      γενική του συμμοριόπληκτου της συμμοριόπληκτης του συμμοριόπληκτου
    αιτιατική τον συμμοριόπληκτο τη συμμοριόπληκτη το συμμοριόπληκτο
     κλητική συμμοριόπληκτε συμμοριόπληκτη συμμοριόπληκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμμοριόπληκτοι οι συμμοριόπληκτες τα συμμοριόπληκτα
      γενική των συμμοριόπληκτων των συμμοριόπληκτων των συμμοριόπληκτων
    αιτιατική τους συμμοριόπληκτους τις συμμοριόπληκτες τα συμμοριόπληκτα
     κλητική συμμοριόπληκτοι συμμοριόπληκτες συμμοριόπληκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συμμοριόπληκτος < συμμορί(α) + -ό- + -πληκτος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

συμμοριόπληκτος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία