↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοσοποιημένος η ανοσοποιημένη το ανοσοποιημένο
      γενική του ανοσοποιημένου της ανοσοποιημένης του ανοσοποιημένου
    αιτιατική τον ανοσοποιημένο την ανοσοποιημένη το ανοσοποιημένο
     κλητική ανοσοποιημένε ανοσοποιημένη ανοσοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοσοποιημένοι οι ανοσοποιημένες τα ανοσοποιημένα
      γενική των ανοσοποιημένων των ανοσοποιημένων των ανοσοποιημένων
    αιτιατική τους ανοσοποιημένους τις ανοσοποιημένες τα ανοσοποιημένα
     κλητική ανοσοποιημένοι ανοσοποιημένες ανοσοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανοσοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανοσοποιώ

ανοσοποιημένος, ανοσοποιημένη, ανοσοποιημένο

  • ο εμβολιασμένος, ο οργανισμός που έχει ανοσοποιηθεί είτε με φαρμακευτικό σκεύασμα είτε με φυσικό τρόπο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία