ανορθολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανορθολογικός < αν- + ορθολογικός
Επίθετο
επεξεργασία
ανορθολογικός, -ή, -ό
- που δεν είναι ορθολογικός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ανορθολογικά
- → δείτε τις λέξεις ορθός και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανορθολογικός