ανορθολογιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ανορθολογιστής < αν- στερητικό + ορθολογιστής
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανορθολογιστής αρσενικό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του ανορθολογικός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανορθολογιστής
|
ανορθολογιστής αρσενικό
|