ανισεπίπεδος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανισεπίπεδος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνισεπίπεδος. Συγχρονικά αναλύεται σε ανισ- (άνισος) + επίπεδος.
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ni.seˈpi.pe.ðos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐νι‐σε‐πί‐πε‐δος
Επίθετο
επεξεργασία
Πηγές
επεξεργασία
- ανισεπίπεδος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας