Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθρωποποίηση οι ανθρωποποιήσεις
      γενική της ανθρωποποίησης* των ανθρωποποιήσεων
    αιτιατική την ανθρωποποίηση τις ανθρωποποιήσεις
     κλητική ανθρωποποίηση ανθρωποποιήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανθρωποποιήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθρωποποίηση < ανθρωπο- + -ποίηση[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.θɾo.poˈpi.i.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αν‐θρω‐πο‐ποί‐η‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανθρωποποίηση θηλυκό

  1. η διαδικασία της εξέλιξης μέσω της οποίας ο άνθρωπος απέκτησε τα διακριτά χαρακτηριστικά του από τα υπόλοιπα ζώα
  2. η απόδοση χαρακτηριστικών του ανθρώπου σε φαινόμενα, αντικείμενα ή ζώα
  3. ο εξανθρωπισμός

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία