ανθρωποποίηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανθρωποποίηση | οι | ανθρωποποιήσεις |
γενική | της | ανθρωποποίησης* | των | ανθρωποποιήσεων |
αιτιατική | την | ανθρωποποίηση | τις | ανθρωποποιήσεις |
κλητική | ανθρωποποίηση | ανθρωποποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ανθρωποποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.θɾo.poˈpi.i.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θρω‐πο‐ποί‐η‐ση
Ουσιαστικό επεξεργασία
ανθρωποποίηση θηλυκό
- η διαδικασία της εξέλιξης μέσω της οποίας ο άνθρωπος απέκτησε τα διακριτά χαρακτηριστικά του από τα υπόλοιπα ζώα
- η απόδοση χαρακτηριστικών του ανθρώπου σε φαινόμενα, αντικείμενα ή ζώα
- ο εξανθρωπισμός
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανθρωποποίηση
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ανθρωποποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας