εξανθρωπισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξανθρωπισμός < εξανθρωπίζω + -μός < αρχαία ελληνική ἐξανθρωπίζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξανθρωπισμός αρσενικό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξανθρωπίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξανθρωπισμός