ανθρωπομετρικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανθρωπομετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anthropométrique < anthropométrie < αρχαία ελληνική ἄνθρωπος + μέτρον
Επίθετο
επεξεργασίαανθρωπομετρικός
- που έχει σχέση με την ανθρωπομετρία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις ανθρωπομετρία, άνθρωπος και μέτρο
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανθρωπομετρικός