Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθρωπομετρικός η ανθρωπομετρική το ανθρωπομετρικό
      γενική του ανθρωπομετρικού της ανθρωπομετρικής του ανθρωπομετρικού
    αιτιατική τον ανθρωπομετρικό την ανθρωπομετρική το ανθρωπομετρικό
     κλητική ανθρωπομετρικέ ανθρωπομετρική ανθρωπομετρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθρωπομετρικοί οι ανθρωπομετρικές τα ανθρωπομετρικά
      γενική των ανθρωπομετρικών των ανθρωπομετρικών των ανθρωπομετρικών
    αιτιατική τους ανθρωπομετρικούς τις ανθρωπομετρικές τα ανθρωπομετρικά
     κλητική ανθρωπομετρικοί ανθρωπομετρικές ανθρωπομετρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθρωπομετρικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anthropométrique < anthropométrie < αρχαία ελληνική ἄνθρωπος + μέτρον

  Επίθετο επεξεργασία

ανθρωπομετρικός

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία