Δείτε επίσης: ἀνθρωπικός, ανθρώπινος, ἀνθρώπινος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανθρωπικός η ανθρωπική το ανθρωπικό
      γενική του ανθρωπικού της ανθρωπικής του ανθρωπικού
    αιτιατική τον ανθρωπικό την ανθρωπική το ανθρωπικό
     κλητική ανθρωπικέ ανθρωπική ανθρωπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθρωπικοί οι ανθρωπικές τα ανθρωπικά
      γενική των ανθρωπικών των ανθρωπικών των ανθρωπικών
    αιτιατική τους ανθρωπικούς τις ανθρωπικές τα ανθρωπικά
     κλητική ανθρωπικοί ανθρωπικές ανθρωπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανθρωπικός < αρχαία ελληνική ἀνθρωπικός < ἄνθρωπος

  Επίθετο

επεξεργασία

ανθρωπικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τον άνθρωπο ή αναφέρεται σ’ αυτόν
  2. που ταιριάζει σε άνθρωπο
  3. άλλη μορφή του ανθρώπινος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία