γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀνθρωπικός ἀνθρωπική τὸ ἀνθρωπικόν
      γενική τοῦ ἀνθρωπικοῦ τῆς ἀνθρωπικῆς τοῦ ἀνθρωπικοῦ
      δοτική τῷ ἀνθρωπικ τῇ ἀνθρωπικ τῷ ἀνθρωπικ
    αιτιατική τὸν ἀνθρωπικόν τὴν ἀνθρωπικήν τὸ ἀνθρωπικόν
     κλητική ! ἀνθρωπικέ ἀνθρωπική ἀνθρωπικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀνθρωπικοί αἱ ἀνθρωπικαί τὰ ἀνθρωπικᾰ́
      γενική τῶν ἀνθρωπικῶν τῶν ἀνθρωπικῶν τῶν ἀνθρωπικῶν
      δοτική τοῖς ἀνθρωπικοῖς ταῖς ἀνθρωπικαῖς τοῖς ἀνθρωπικοῖς
    αιτιατική τοὺς ἀνθρωπικούς τὰς ἀνθρωπικᾱ́ς τὰ ἀνθρωπικᾰ́
     κλητική ! ἀνθρωπικοί ἀνθρωπικαί ἀνθρωπικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀνθρωπικώ τὼ ἀνθρωπικᾱ́ τὼ ἀνθρωπικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀνθρωπικοῖν τοῖν ἀνθρωπικαῖν τοῖν ἀνθρωπικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνθρωπικός < ἄνθρωπος + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀνθρωπικός, -ή, -όν

  • που αναφέρεται ή χαρακτηρίζει ή ανήκει στον άνθρωπο

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία