Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθοπαραγωγός < ανθο- + -παραγωγός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /an.θo.pa.ɾa.ɣoˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αν‐θο‐πα‐ρα‐γω‐γός

  Επίθετο επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η ανθοπαραγωγός το ανθοπαραγωγό
      γενική του/της ανθοπαραγωγού του ανθοπαραγωγού
    αιτιατική τον/την ανθοπαραγωγό το ανθοπαραγωγό
     κλητική ανθοπαραγωγέ ανθοπαραγωγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανθοπαραγωγοί τα ανθοπαραγωγά
      γενική των ανθοπαραγωγών των ανθοπαραγωγών
    αιτιατική τους/τις ανθοπαραγωγούς τα ανθοπαραγωγά
     κλητική ανθοπαραγωγοί ανθοπαραγωγά
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε .
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ανθοπαραγωγός, -ος, -ο

  • που παράγει άνθη, λουλούδια
    ※  Η Ολλανδία, η πιο ανταγωνιστική ανθοπαραγωγός χώρα, έχει σαρώσει την εγχώρια αγορά (Τα άγνωστα λουλούδια της Κρήτης, 14/02/2020 [1])

Συγγενικά επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ανθοπαραγωγός οι ανθοπαραγωγοί
      γενική του/της ανθοπαραγωγού των ανθοπαραγωγών
    αιτιατική τον/την ανθοπαραγωγό τους/τις ανθοπαραγωγούς
     κλητική ανθοπαραγωγέ ανθοπαραγωγοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ανθοπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία