ανθοπαραγωγός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- ανθοπαραγωγός < ανθο- + -παραγωγός
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /an.θo.pa.ɾa.ɣoˈɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αν‐θο‐πα‐ρα‐γω‐γός
Επίθετο
επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | ο/η | ανθοπαραγωγός | το | ανθοπαραγωγό | ||
γενική | του/της | ανθοπαραγωγού | του | ανθοπαραγωγού | ||
αιτιατική | τον/την | ανθοπαραγωγό | το | ανθοπαραγωγό | ||
κλητική | ανθοπαραγωγέ | ανθοπαραγωγό | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
ονομαστική | οι | ανθοπαραγωγοί | τα | ανθοπαραγωγά | ||
γενική | των | ανθοπαραγωγών | των | ανθοπαραγωγών | ||
αιτιατική | τους/τις | ανθοπαραγωγούς | τα | ανθοπαραγωγά | ||
κλητική | ανθοπαραγωγοί | ανθοπαραγωγά | ||||
Επίθετο που δε συνηθίζει τον νεότερο τύπο του θηλυκού σε -ή. | ||||||
ομάδα '-ός -ός -ό', Κατηγορία όπως «εξαγωγός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
ανθοπαραγωγός, -ος, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανθοπαραγωγός αρσενικό ή θηλυκό