Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανεντόπιστος η ανεντόπιστη το ανεντόπιστο
      γενική του ανεντόπιστου της ανεντόπιστης του ανεντόπιστου
    αιτιατική τον ανεντόπιστο την ανεντόπιστη το ανεντόπιστο
     κλητική ανεντόπιστε ανεντόπιστη ανεντόπιστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανεντόπιστοι οι ανεντόπιστες τα ανεντόπιστα
      γενική των ανεντόπιστων των ανεντόπιστων των ανεντόπιστων
    αιτιατική τους ανεντόπιστους τις ανεντόπιστες τα ανεντόπιστα
     κλητική ανεντόπιστοι ανεντόπιστες ανεντόπιστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανεντόπιστος < αν- στερητικό + εντοπισ- (εντοπίζω) + -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.nenˈdo.pi.stos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐νε‐ντό‐πι‐στος

  Επίθετο επεξεργασία

ανεντόπιστος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • ανεντόπιστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)