ανεκχώρητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεκχώρητος < αν- + εκχωρώ + -τος (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική inaliénable)
Επίθετο
επεξεργασίαανεκχώρητος
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανεκχώρητος
ανεκχώρητος