ενικός         πληθυντικός  
inaliénable inaliénables

  Επίθετο

επεξεργασία

inaliénable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αναπαλλοτρίωτος
     αντώνυμα: aliénable
  2. αναφαίρετος

Συγγενικά

επεξεργασία