↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναφαίρετος η αναφαίρετη το αναφαίρετο
      γενική του αναφαίρετου της αναφαίρετης του αναφαίρετου
    αιτιατική τον αναφαίρετο την αναφαίρετη το αναφαίρετο
     κλητική αναφαίρετε αναφαίρετη αναφαίρετο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναφαίρετοι οι αναφαίρετες τα αναφαίρετα
      γενική των αναφαίρετων των αναφαίρετων των αναφαίρετων
    αιτιατική τους αναφαίρετους τις αναφαίρετες τα αναφαίρετα
     κλητική αναφαίρετοι αναφαίρετες αναφαίρετα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναφαίρετος < (ελληνιστική κοινή) ἀναφαίρετος < ἀν- στερητικό + ἀφαιρέω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αναφαίρετος, -η, -ο

  1. που δεν μπορεί κανείς να τον αφαιρέσει από κάποιον
    αναφαίρετο δικαίωμα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία