αναφαίρετος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναφαίρετος < (ελληνιστική κοινή) ἀναφαίρετος < ἀν- στερητικό + ἀφαιρέω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Επίθετο
επεξεργασίααναφαίρετος, -η, -ο
- που δεν μπορεί κανείς να τον αφαιρέσει από κάποιον
- αναφαίρετο δικαίωμα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναφαίρετος