inaliénabilité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
inaliénabilité | inaliénabilités |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinaliénabilité (fr) θηλυκό
- το μη απαλλοτριώσιμο, η αδυνατότητα να απαλλοτριωθεί κάτι
ενικός | πληθυντικός |
inaliénabilité | inaliénabilités |
inaliénabilité (fr) θηλυκό